- πολύμηνις
- πολύ-μηνις, ιος, ὁ, ἡ,A abounding in wrath, AP9.168 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύμηνις — abounding in wrath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμηνις — ήνιος, ὁ, ἡ, Α πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek